- κοκκινοβολώ
- κοκκινοβολώ και κοκκινοβολάω κοκκινοβολισμένος, είμαι κατακόκκινος: Κοκκινοβολάει ο κάμπος από τις παπαρούνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοκκινοβολώ — και άω είμαι κατακόκκινος («κοκκινοβολάει ο κάμπος από τις παπαρούνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολώ, μοσχο βολώ] … Dictionary of Greek